εμετός — Ακούσια βίαιη κένωση του περιεχομένου του στομάχου, που περνά από τον οισοφάγο και τη στοματική κοιλότητα και προκαλείται από διάφορες αιτίες. Ο ε. δεν είναι νόσημα αλλά σύμπτωμα συχνό σε ορισμένα νοσήματα που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ο… … Dictionary of Greek
πασιέντσα — η είδος παιχνιδιού που παίζεται με χαρτιά τής τράπουλας από έναν μόνο παίκτη, κυρίως ως προγνωστικό τής τύχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pasientza «υπομονή»] … Dictionary of Greek
προγνωστικός — ή, ό / προγνωστικός, ή, όν, ΝΜΑ [προγιγνώσκω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόγνωση («προγνωστική δύναμις», Φίλ.) 2. (για πρόσ.) ο ικανός να προβλέπει το μέλλον, να προμαντεύει νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το προγνωστικό α) η ιδιότητα ή η… … Dictionary of Greek
προσημασία — ἡ, Α [προσημαίνω] προγνωστικό σημάδι, προμήνυμα με σημάδι … Dictionary of Greek
προσύμβολον — τὸ, Μ χαρακτηριστικό γνώρισμα που δίνεται πριν από μία πράξη, προγνωστικό σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + σύμβολον «ένδειξη, τεκμήριο, γνώρισμα»] … Dictionary of Greek
σήμα — (Νομ.). Στα νομικά, σ. χαρακτηρίζεται κάθε σημείο χρήσιμο για να ξεχωρίζει την προέλευση των κάθε λογής βιομηχανικών, γεωργικών κλπ. προϊόντων, καθώς και εμπορευμάτων ορισμένης εμπορικής επιχείρησης. Σ. ονομάζεται και αυτό το ίδιο το διακριτικό… … Dictionary of Greek